Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Μόλις είχα φτάσει. Βόλεψα κακήν-κακώς τα πράγματά μου -ποια πράγματα; Τέλος πάντων... και κατέβηκα να πάρω κάτι να δροσιστώ. Ήταν ήδη αργά, αλλά...τι τρέχει σκέφτηκα, πάντα αργά είναι. Μισοέγειρα στην πλατιά μπάρα με τους σκυφτούς πελάτες και ψιθύρισα στον τύπο με την γυρισμένη πλάτη "Καλησπέρα, θα ήθελα...", ξέρω, με διέκοψε, μην κουράζεστε όλοι το ίδιο παίρνουν. Παράξενο σκέφτηκα, αλλά προτίμησα - χάριν καλής αρχής - να μην σχολιάσω. Έτσι, αφέθηκα στα χέρια του κατά τα άλλα πολύπειρου μπάρμαν που με χειρουργικές κινήσεις, ξεκίνησε να παρασκευάζει τελετουργικά, ένα απέριττο - Απεριτίφ με δεκάδες προσμίξεις που φωτοβολούσαν κάτι ανάμεσα σε ξύλο και πέτρα. Το σεικερ ακούστηκε να γρυλίζει και λίγο αργότερα κοσμούσε την μπάρα άλλο ένα ποτήρι-οικόσημο σε σχήμα τουλίπας όπως και τα υπόλοιπα των μακρινών συγγενών μου που είχα την τιμή να με πλαισιώνουν. Ένα άκρως σαγηνευτικά αποκρουστικό περιεχόμενο -κάτι ανάμεσα σε σάπιο μήλο, ούρα με φυσαλίδες και αιμάτινες ανταύγειες που χαμογελούσαν στα κορίτσια-φώτα του μπαρ- χαλάρωνε, αναδύοντας ατμόσφαιρες στο ποτήρι. Τι είναι τούτο! Αναφώνησα με έκπληξη που στα μάτια του δημιουργού του αντήχησε σαν το βλέμμα επαρχιώτη μπροστά στον πύργο του Άιφελ. Ο οικοδεσπότης αρκέστηκε σε ένα τυπικά στυφό "Στην υγειά σας", παραχωρώντας μου την απόδειξη και τον χρόνο για να αποδείξει το ποτό την αξία του. Διάολε! Αναμάσησα κοιτάζοντας την απόδειξη. Ας είναι, και κλείνοντας τα μάτια - ως φάρμακο- φαρμάκωσα την πρώτη γουλιά. Μια μίξη από γλυκόπικρα πετράδια κύλησαν στον λαιμό μου, μπολιάζοντας το είναι μου με αλλοπρόσαλλες αισθήσεις, τέτοιες, που ένα αυθόρμητο ωχ!, έκανε την υπόλοιπη μπάρα να γυρίσει κατά πάνω μου, με ένα κράμα απέχθειας προς αηδία, με ίχνη νοσταλγίας... Χαμήλωσα τα μάτια, βγάζοντας αμήχανα τα τσιγάρα μου... Ένιωθα όλα τα βλέμματα καρφωμένα επάνω μου, να ρωτούν, να γελούν, να βρίζουν, να αναπολούν κεντώντας ένα αλλόκοτο πλεκτό. Σήκωσα αργά, άκεφα την τουλίπα. Στις επόμενες γουλιές τα πετράδια κατρακυλούσαν μαζί με ξύλα, χτίζοντας σιγά-σιγά, γουλιά-γουλιά, το κεραμίδι πάνω και μέσα στο κεφάλι μου. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα...ούτε πόσα σαρκοβόρα δημιουργήματα καταναλώσαμε στο όνομα της παρέας. Το μόνο που θυμάμαι είναι δάκρυα... τα δάκρυα της μπάρας, καυτής χαράς, υγρής λύπης, ένας μακρύς λογαριασμός να τυλίγει τις τουλίπες. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ