Σχόλια
Όχι και εξαώροφα στα Βριλήσσια!
4/4/2024

Εύστοχο σχόλιο!

admin
Όχι και εξαώροφα στα Βριλήσσια!
1/4/2024

Είναι όντως μεγάλο το πρόβλημα. Θα έχετε παρατηρήσεις ότι πέρα από το θέμα του ύψους, στις καινούργιες πολυκατοικίες δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου κήπος ή πράσινος περίβολος, ενώ για την εποχή μας αυτό θ

Χαρά Ροβίθη
Γεράσιμος Κακλαμάνης (1940 – 2003): Διαφωτιστικές αχτίδες φωτός στο προπαγανδιστικό σκότος
3/3/2024

Εξαιρετικό...

Εύα Χατζάκη
Αναφορά στο έργο του Γεράσιμου Κακλαμάνη (1940 – 2003)
2/1/2024

Σίγουρα έχουμε υποχρέωση να προωθούμε κείμενα ικανά να αφυπνίζουν τίς συνειδήσεις ατόμων μίας κοινωνίας, η οποία ζεί μέσα στό ψέμμα. Εάν μπορώ να βοηθήσω σε μία τέτοια προσπάθεια, θα το κάνω μετά χαρ

Ζέρβας Δημήτρης
Σε εξέλιξη η καταστροφή των πεύκων της Λ. Πεντέλης
24/12/2023

Να υπογειοποιηθούν - υπογειοποιούνται τα καλώδια. Όχι να κόβονται υπεραιωνόβια δένδρα.-

Μιχάλης Πυρουνάκης

ΗΤΑΝ ΔΟΥΚΙΣΣΑ "ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ" Η ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ;

Του Σταύρου Λάβδα. Καλοκαιρινό Ιστορικό Ανάγνωσµα σε συνέχειες.

Η "Δράση" σας προσκαλεί σε ένα ταξίδι στον 18ο αιώνα, την εποχή των µεγάλων ανατροπών. Οδηγός στο ταξίδι αυτό η πολυτάραχη ζωή του Φρανσουά Μπαρµπέ- Μαρµπουά, ενός ανθρώπου µε εξηνταπέντε χρόνια παρουσία στο γαλλικό δηµόσιο βίο, υπό τέσσερα διαφορετικά καθεστώτα - και πατέρα της Σοφί, της γνωστής σε εµάς σαν "Δούκισσα της Πλακεντίας". Στη διάρκεια του ταξιδιού θα συναντήσουµε και την ίδια τη Σοφί, θα δούµε πώς έγινε δούκισσα, τι δούκισσα ήταν και ποια η σχέση της µε την Πλακεντία (την ιταλική πόλη Πιατσέντζα). Α. Τα Πρώτα χρόνια. Δούκισσες και Δούκες Για να είσαι δούκισσα στη Γαλλία του 18ου αιώνα έπρεπε να έχεις παντρευτεί ένα δούκα. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Δεν προβλεπόταν από τον κανονισµό. Να γίνεις από µόνη σου δούκισσα, αδύνατο. Αλλά και που να βρεις διαθέσιµο δούκα; Όλοι ήταν παντρεμένοι- ήταν και µεγαλούτσικοι στην ηλικία, αφού περνούσανε καλά και ζούσανε πολύ- να βρεις δούκα ελεύθερο αδύνατο κι αυτό. Έτσι τελικά o µόνος τρόπος ήταν να χτυπήσεις κανένα πρωτότοκο γιο δούκα και να περιμένεις να πεθάνει ο πατέρας και να πάρει ο γιος τον τίτλο. Αλλά και αυτό ούτε σίγουρο ήταν- καµιά φορά πέθαινε ο γιος πρώτος και εσύ έµενες χήρα στα κρύα του λουτρού- και ούτε ήταν στο χέρι σου και στην καπατσοσύνη σου. Στη τάξη των ευγενών όλοι οι γάµοι ήταν συµφέροντος, τους κανόνιζαν οι γονείς. Έτσι και απλή γαλαζοαίµατη να ήσουνα, τύχη πραγματικά δεν είχες. Για τα φτωχά κορίτσια του λαού, ούτε που να το σκεφτούνε. Ούτε στα ίδια µπαρ µε αυτές συχνάζανε οι δούκες, ούτε Μύκονος υπήρχε τότε, πόσο µάλλον που δεν υπήρχε καν τηλεόραση ώστε να γίνουν τηλεπερσόνες, περνώντας πρώτα από το κρεβάτι του κάθε τυχάρπαστου και να βρουν µετά έναν βλάκα γιο δούκα που ήθελε να κάνει το κοµµάτι του και να κάνουν και αυτές την τύχη τους. Και καλά ήταν σπουδαίο να παντρευτείς δούκα; βέβαια και ήταν. Οι δούκες ήταν πολύ ψηλά στην αριστοκρατία των γαλαζοαίµατων. Μόνο οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες ήταν ανώτεροι τους. Κάτι µαρκήσιοι, κόµητες κλπ ήταν µπρος τους παρακατιανοί. Όσο για τους ιππότες, τι να πεις; Ένα σκαλί µόνο πάνω από το φτωχό λαό, άσε που πέθαιναν και εύκολα στους συνεχείς πολέµους. Και όχι µόνο αυτό. Πολλά λεφτά οι δούκες. Λεφτά και τιµές. Από πάππου προς πάππον. Οι πρόγονοι τους είχαν περιοχές µεγάλες και χιλιάδες δουλοπάροικους που εκμεταλλεύονταν. Είχαν και ιδιωτικούς στρατούς που τους είχε ανάγκη ο βασιλιάς αν έκανε κανένα πόλεµο, αφού δεν είχαν γίνει ακόµα εθνικά κράτη και υποχρεωτική στράτευση. Βέβαια το 18ο αιώνα το κράτος είχε δυναµώσει και η δύναµη τους ήταν µικρότερη, αλλά το χρήµα χρήµα, όσο για την κοινωνική θέση... Οι βασιλιάδες τους φώναζαν “ξάδερφε” και τους έβαζαν να καθίσουν δίπλα τους, µπορούσαν να χορέψουν µε µέλη της βασιλικής οικογένειας και όσο για τις γυναίκες τους, τις δούκισσες, αυτές είχαν το ύψιστο προνόµιο να µένουν καθισµένες παρουσία της βασίλισσας. Σπουδαία λοιπόν δουλειά να είσαι δούκας και ακόµα πια σπουδαία να γίνεις δούκισσα που δεν είχε και ευθύνες, όµως δυστυχώς µια δουλειά που δεν µπορούσες να την πάρεις µε ένα απλό βιογραφικό, όσο καλό και να ήταν αυτό. Φρανσουά Μπαρµπέ, πατήρ και υιός Όλα αυτά τα ήξεραν όλοι εκείνη την εποχή και φυσικά τα ήξερε και ο Φρανσουά Ετιέν Μπαρµπέ, για αυτό αν του έλεγε ποτέ κανένας ότι η εγγονή του θα γινόταν δούκισσα θα τον έπαιρνε στο κυνήγι. Αυτός δεν ήταν καν ευγενής, ένας επαρχιώτης αστός ήταν, κάτι τέτοια ούτε για πλάκα δεν µπορούσαν να ειπωθούν. Κι όµως... Ο Φρανσουά Ετιέν Μπαρµπέ ζούσε στο Μετς της Λωραίνης στη βορειοανατολική Γαλλία όπου και είχε γεννηθεί το 1713. Ο Φρανσουά, όπως και οι περισσότεροι Μπαρµπέδες, ήταν έµπορος, για την ακρίβεια µεγαλοµπακάλης, εδώδιµα- αποικιακά, κυρίως αποικιακά. Ειδικεύονταν στο εµπόριο µπαχαρικών, όπως κάτι µαγαζιά στην οδό Ευριπίδου στις µέρες µας, όπου βρίσκεις το πιο απίθανο καρύκευµα που θα σου έρθει στο µυαλό. Η δουλειά ήταν καλή, είχε βγάλει λεφτά είχε κάνει και ένα καλό γάµο µε την κόρη ενός µεγαλεµπόρου και ικανός όπως ήταν όλο και βελτίωνε τη θέση του στην νεοσχηµατισµένη τάξη των αστών του Μετς. Και καθώς οι άρχοντες, για καλό και για κακό, θέλανε να έχουν προσβάσεις στην νέα αυτή τάξη και να τα έχουν καλά µε επίλεκτα µέλη της, του δόθηκε και ο τίτλος του σύµβουλου του Βασιλιά. Τι σύµβουλος δηλαδή, σιγά µην τον ρώταγε ο Βασιλιάς, αλλά ωραίο ακούγονταν και του Μπαρµπέ πολύ του άρεσε. Με αυτά και µε αυτά τον κάνανε κάποια στιγµή και υπεύθυνο του τοπικού Νοµισµατοκοπείου, αλλά σε αυτό µάλλον δεν το κατάφερε µόνος του. Τον βοήθησε ο γιος του. ΄ Η γυναίκα του Μπαρµπέ, η κόρη του µεγαλέµπορου λέγονταν Ανν (επώνυµο Μαρί) και ήταν φυσικά ανεπάγγελτος, οικοκυρά, άνευ ειδικού τινός επαγγέλματος, όπως έγραφαν τα παλιά συµβόλαια στα ελληνικά νησιά, γιατί οι συµβολαιογράφοι πληρώνονταν µε τη σελίδα και έπρεπε να βρουν τρόπους να τις γεµίζουν. Όσοι γνώρισαν την Ανν ενήλικη τη θυμόντουσαν πάντα έγκυο. Έκανε το πρώτο της παιδί στα εικοσιτέσσερα και στη συνέχεια γέννησε άλλα δεκατέσσερα µπορεί και δεκαπέντε, γιατί ή Ανν κάποια στιγµή έχασε το λογαριασµό και όταν ήρθε η ώρα να γραφτεί η ιστορία δεν µπόρεσε να διαφωτίσει µε ακρίβεια τους ιστορικούς. Από αυτά επέζησαν και έγιναν ενήλικες µόνο τα έξη. Το µεγαλύτερο ήταν κορίτσι. Το δεύτερο ήταν αγόρι. Στο αγόρι αυτό ο πατέρας του, ευτυχισµένος που έκανε το διάδοχο, έδωσε το όνοµα του: Φρανσουά. Έτσι η οικογένεια απέκτησε και Φρανσουά τζούνιορ. Ακολούθησαν άλλα τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Τον Φρανσουά τζούνιορ ο πατέρας του ήθελε να τον µορφώσει, να µη µείνει µπακάλης. Τον έστειλε λοιπόν στο πιο επώνυμο σχολείο της περιοχής, στους τοπικούς Ιησουίτες -κάτι σαν το Κολέγιο της εποχής-να µάθει γράµµατα. Ηταν και πολύ καθολικοί οι Μπαρµπέδες, τους ταίριαζαν οι Ιησουίτες. Ο Φρανσουά καλό παιδί ήταν, επιµελής ήταν, γρήγορα ξεχώρισε. Οταν τέλειωσε το σχολείο είχε ήδη µάθει λατινικά και ελληνικά είχε µελετήσει σε βάθος (ή τουλάχιστον έτσι λέγεται) την λατινική και τη ελληνική γραµµατεία, µιλούσε γερµανικά (στους Ιησουίτες τα έµαθε, δεν χρειάστηκε να πάει στου Στρατηγάκη), έπαιζε βιολί και είχε πάρει σειρά βραβείων και επαίνων. Ο µεγάλος Μπαρµπέ, περήφανος για το γιο του, δεν ήθελε να τον σταµατήσει εκεί. Τον έστειλε στο Παρίσι, να σπουδάσει νοµική. Και ήλπιζε ο Φρανσουά του να γίνει κάποιος και να βοηθήσει και τα αδέρφια του. Καλά ήλπιζε. Ο Φρανσουά τζούνιορ και κάποιος έγινε και τους µικρούς τους βόλεψε. Εκτός από τη µεγάλη αδερφή του που είχε βρει την άκρη µόνη της ή σωστότερα µε τη βοήθεια των χρηµάτων του πατέρα της. Μπορεί ο Μπαρµπέ να χαιρότανε για την πρόοδο του γιου του και µέσα του να ήλπιζε να τον δει ψηλά, πολύ ψηλά, αλλά το πολύ ψηλά έχει και όρια. Το σύστηµα το ήξερε, άνθρωπος της πιάτσας ήταν, ευγενής δεν ήταν, ούτε να το φανταστεί µπορούσε ότι ο γιος του θα γινόταν κάποια µέρα υπουργός και αργότερα κόµης και µαρκήσιος. Υπάρχουν πράγµατα που γίνονται και πράγµατα που δε γίνονται. Κι όµως... Ο Φρανσουά τζούνιορ έφτασε στο Παρίσι το 1764 σε ηλικία 19 χρονών. Οµως το Παρίσι είναι Παρίσι και ο Φρανσουά εξόκειλε. Πέρασε τις εξετάσεις στη Νοµική εύκολα, αλλά µετά τα φόρτωσε στον κόκορα. Παράτησε τη σχολή και που τον έχανες που τον εύρισκες, όλο σε κάτι καφέ γύριζε να πίνει καπουτσίνο και σε κάτι λογοτεχνικά στέκια να µιλάει για λογοτεχνία. Πολύ του άρεσε η λογοτεχνία του µικρού και ήθελε να γίνει συγγραφέας, έγραψε µάλιστα και µερικά έργα αργότερα. Αν τα µάθαινε αυτά ο γέρο-Φρανσουά δεν ξέρουµε, αλλά µάλλον ναι, γιατί τα λεφτά που έστελνε στο µικρό ήταν λίγα και αυτός, µορφωµένος όπως ήταν, άρχισε να κάνει ιδιαίτερα για να βγάζει κάτι παραπάνω. Φαίνεται ότι µε τα ιδιαίτερα τα πήγε καλά γιατί δυο χρόνια αργότερα, το 1766, βρέθηκε να µένει στο σπίτι του στρατηγού Καστρ (βαρύ όνοµα, έγινε αργότερα και υπουργός των ναυτικών-σπουδαία θέση γιατί έλεγχε και τις γαλλικές αποικίες) και να είναι αποκλειστικός δάσκαλος του µεγάλου γιου του. Ο Καστρ πολύ τον εκτίµησε τον Φρανσουά, άσχετα από το γεγονός ότι ο γιος του έµενε ξύλο απελέκητο και ρεαλιστής όπως ήταν έκοψε τα ιδιαίτερα του γιου, αλλά και τον Φρανσουά- που είχε πάρει στα σοβαρά τη δουλειά του και είχε δείξει εργατικότητα, ευρυµάθεια και καλό χαρακτήρα- δεν τον άφησε στα κρύα του λουτρού. Πάει λοιπόν στο φίλο του τον υπουργό εξωτερικών και του λέει: «Σου έχω ένα καλό παιδί µορφωµένο, τίµιο και σκυλί στη δουλειά. Πάρτον και θα µε θυµηθείς». Άλλο που δεν ήθελε ο υπουργός, βλέπετε εκείνη την εποχή όλες τις µεγάλες θέσεις τόσο στο υπουργείο του, όσο και σε όλη τη δηµόσια διοίκηση τις παίρνανε ευγενείς και οι περισσότεροι από αυτούς σιγά να µη δουλεύανε. Είχαν ανάγκη λοιπόν από διάφορους Φρανσουά, να βγάζουνε τη δουλειά και σαν τον δικό µας δεν κυκλοφορούσαν πολλοί. Ετσι ο Φρανσουά παράτησε οριστικά τη νοµική και µπήκε στο διπλωµατικό σώµα. Και για να βοηθήσει την καριέρα του που µόλις άρχιζε, αποφάσισε να αλλάξει το επώνυµο του και από Φρανσουά Μπαρµπέ να γίνει Φρανσουά Μπαρµπέ- Μαρµπουά. Από Μπαρµπέ, Μπαρµπέ-Μαρµπουά Η αλλαγή επωνύµου -καλύτερα η προσθήκη και δεύτερου επωνύµου στο πρώτο- ήταν µια πολύ συνηθισµένη πρακτική ανάµεσα στους φιλόδοξους νέους της εποχής και γινόταν µε τέτοιο τρόπο που να τους κάνει να φαίνονται ευγενείς. Πως γίνονταν αυτό; Με την προσθήκη και δεύτερου επωνύµου µετά το πρώτο. Το δεύτερο αυτό επώνυµο ήταν τοπωνύμιο, για να µοιάζει µε τα επώνυµα των ευγενών που κατά κανόνα ήταν του τύπου «ντε + τοπωνύµιο». Για να το κάνουµε ελληνικά, αν ένας απλός άνθρωπος λέγονταν Γιάννης Παπαδόπουλος και ήταν από την Μαλακάσα, θα ήταν απλά ο Jean Papadopoulos. Αν όµως ήταν ευγενής, θα λεγόταν Jean Papadopoulos de Malakasa ή απλούστερα Jean de Malakasa (ο Γιάννης της Μαλακάσας). Αυτό σήµαινε ότι ήταν κάτι στην Μαλακάσα, ο άρχοντας της Μαλακάσας, αυτός που τα έπαιρνε δηλαδή, άρα ευγενής. Τι κάνει λοιπόν ο Φρανσουά; Βρίσκει ένα χωριουδάκι κόντα στην πατρίδα του, το Μαρµπουά, που δεν είχε κανένα Γιάννη, Γιώργο ή ξέρω εγώ τι άλλο «ντε Μαρµπουά» και πάει στο ληξίαρχο: «Καληµέρα, θέλω να αλλάξω το όνοµα µου». «Μάλιστα», του λέει αυτός «και πως θα το κάνετε;».« Από Μπαρµπέ, Μπαρµπέ- Μαρµπουά». Ο ληξίαρχος κατάλαβε, αλλά το έκανε, αφού κάτι τέτοιο ήταν νόµιµο. Αν του έλεγε από «Μπαρµπέ, Μπαρµπέ ντε Μαρµπουά» δεν θα το έκανε γιατί τότε δεν θα ήταν νόµιµο, αφού ο Φρανσουά δεν ήταν ευγενής. Η αλλαγή έγινε και ο Φρανσουά έµεινε πολύ ευχαριστηµένος. Ηδη µε το Μπαρµπέ-Μαρµπουά όλο και έφερνε σε ευγενή, µε τα χρόνια θα έβαζε στη ζούλα µπροστά από το Μαρµπουά το "ντε" και θα γινόταν «Φρανσουά Μπαρµπέ ντε Μαρµπουά», ένας ευγενής -µαϊµού. Βέβαια να το χρησιµοποιήσει επίσηµα το «ντε Μαρµπουά», για να πάρει καµιά µεγάλη θέση από αυτές που ήταν µόνο για ευγενείς δεν θα µπορούσε, αλλά για καθηµερινή χρήση λουκούµι ήτανε. Αλλά και που ξέρεις; µε τον καιρό όλα γίνονται. Και πράγµατι γίνονται. Οι µισοί και πλέον ευγενείς που κυκλοφορούν στη Γαλλία τα τελευταία διακόσια χρόνια είναι µαϊµού, σαν τα Λακόστ από την Τουρκία που φορούσε ο κάθε πικραµένος στην Ελλάδα της δεκαετίας του 80. Λίγο µετά την πρόσληψη του στο Υπουργείο Εξωτερικών ο Μπαρµπέ-Μαρµπουά (έτσι θα τον λέµε από εδώ και πέρα τον Φρανσουά, τώρα που µεγάλωσε και έγινε κύριος) πήρε µετάθεση στην Γαλλική πρεσβεία στο Ράτισµπον της Βαυαρίας. Το Ράτισµπον είναι µια µικρή πόλη καµιά εκατοστή χιλιόµετρα από το Μόναχο και εκεί µαζεύονταν και συνεδρίαζαν οι άρχοντες της Αγίας Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Αγία Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία ήταν µια χαλαρή σχετικά, υπερκρατική οντότητα, που συνένωνε όλα τα µικρά κρατίδια, πριγκιπάτα, δουκάτα, βασίλεια και ότι άλλο υπήρχε στην Κεντρική Ευρώπη για χίλια περίπου χρόνια, από τον 9ο µέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Εκτείνονταν από τη Βαλτική µέχρι και τη Βόρεια Ιταλία και από τη Γαλλία (που κάποιες ανατολικές περιοχές της ήταν στην Αυτοκρατορία) µέχρι τα ανατολικά της σηµερινής Τσεχίας. Τα ισχυρότερα κρατίδια ήταν τα γερµανικά: η Πρωσία, η Βαυαρία, η Σαξονία, η Αυστρία κλπ, άρα η αυτοκρατορία ήταν υπό γερµανικό έλεγχο. Τα κρατίδια εντάσσονταν στην αυτοκρατορία διατηρώντας την ανεξαρτησία τους σε µεγάλο βαθµό, κάτι σαν την ευρωπαϊκή ένωση δηλαδή. Ο αυτοκράτορας ήταν εκλεγµένος (κάτι σαν τον Γιούνκερ), αλλά δικαίωµα ψήφου στην εκλογή του είχαν µόνο οι επικεφαλής ορισµένων κρατιδίων (Ευρώπη δυο ταχυτήτων), οι οποίοι µάλιστα ονοµάζονταν Εκλέκτορες. Υποτίθεται ότι στόχος ήταν η επικράτηση της ειρήνης, αλλά αυτό δεν τους εµπόδιζε να πολεµούν µε άλλους αλλά και πολλές φορές και µεταξύ τους. Πραγµατικός σκοπός ήταν η διατήρηση του status quo, δηλαδή µιας κοινωνίας που οι λίγοι (γαιοκτήµονες) είχαν τα πάντα, ενώ οι πολλοί ήταν αναγκασµένοι να δουλεύουν σαν σκλάβοι σε αντάλλαγµα της προστασίας της ζωής τους που τους παρείχαν οι λίγοι (δουλοπαροικία). Ο Μπαρµπέ- Μαρµπουά ξεκίνησε στο Ράτισµπον σαν απλός γραµµατέας, αλλά γρήγορα εργατικός και δραστήριος όπως ήταν έγινε στέλεχος της γαλλικής πρεσβείας, ταξίδεψε µάλιστα σε αποστολές στις πρωτεύουσες πολλών κρατιδίων, αφού στο Ράτισµπον δεν είχε πολλή δουλειά, µια και εκεί µαζεύονταν όταν είχαν τίποτα σοβαρά θέµατα να συζητήσουν και αυτό γίνονταν σπάνια. Αυτά στην αρχή, γιατί στη συνέχεια η καριέρα του απογειώθηκε όταν διορίστηκε πρέσβης στο Ράτισµπον ο ιππότης Λα Λουτσέρν, η δεύτερη σηµαντική γνωριµία που έκανε στη ζωή του ο Μπαρµπέ- Μαρµπουά. Οι Λα Λουτσέρν ήταν ευγενείς από τη Νορµανδία µε µεγάλη δύναµη και επιρροή που έφτασε στο απόγειο της όταν η αδερφή του αρχηγού της οικογένειας, του Κόµη ντε Λα Λουτσέρν, παντρεύτηκε τον Μαλασέρµπ, υπουργό εσωτερικών και έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους στο γαλλικό βασίλειο. Ο κόµης Λα Λουτσέρν είχε τρεις γιους. Ο µεγάλος (θα τον λέµε Λα Λουτσέρν 1) προορίζονταν να διαδεχθεί τον πατέρα του. Θα γινόταν µε τη σειρά του κόµης, και σίγουρα θα έπαιρνε και κάποια σηµαντική θέση στον κρατικό µηχανισµό. Πράγµατι ο Λα Λουτσέρν 1, έφτασε αργότερα να γίνει υπουργός Ναυτικών, θέση που νωρίτερα κατείχε ο Κάστρ, αυτός µε τα ιδιαίτερα. Ο δεύτερος θα ακολουθούσε εκκλησιαστική καριέρα για να έχει η οικογένεια άκρες στο δεύτερο πυλώνα του συστήµατος. O Λα Λουτσέρν 2 έγινε αργότερα καρδινάλιος. Ηταν τόση η δύναµη της οικογένειας, που αυτός ο Λα Λουτσέρν 2, ενώ έπαιρνε διαδοχικές προαγωγές σε σηµαντικές εκκλησιαστικές θέσεις (επίσκοπος κλπ) εκτός Παρισιού, µπορούσε και παρέµενε στο Παρίσι και µάλιστα ήταν ιερέας στην περίφηµη Παναγία των Παρισίων. Ειδικός στις κηδείες επωνύµων, έφτασε να κηδέψει και το βασιλιά Λουδοβίκο 15ο, αυτόν από τον οποίο πήραν το όνοµα τους οι πολυθρόνες και τα τραπεζάκια λουί κενζ. Τέλος τον τρίτο γιο, τον Λα Λουτσέρν 3 τον βόλεψε ο πατέρας του στο διπλωµατικό σώµα, τον έκανε γρήγορα πρέσβυ και του πέτυχε και µια καλή µετάθεση στο Ράτισµπον, που ήταν και κοντά στο Παρίσι. Ο Λα Λουτσέρν 3, γρήγορα κατάλαβε τις ικανότητες του Μπαρµπέ-Μαρµπουά και επειδή δεν ήταν βλάκας να κάθεται να δουλεύει ευγενής άνθρωπος, του ανέθεσε τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα, αφού κράτησε για τον εαυτό του µόνο τις τελικές αποφάσεις. O Μπαρµπέ-Μαρµπουά τα πήγε µια χαρά και γρήγορα πήρε και προαγωγή: έγινε επιτετραµµένος, επίσηµα το νο 2 στη πρεσβεία. Και δεν ήταν µόνον αυτό. Οι δυο άντρες έγιναν φίλοι και ο Λα Λουτσέρν 3 έµπασε τον Φρανσουά µας στα παρισινά σαλόνια, όπου είναι αλήθεια ότι έκανε καλή εντύπωση και γρήγορα έγινε αποδεκτός. Ετσι πριν τα τριάντα του ό γιος του µπακάλη από το Μετς ήταν όχι µόνο διπλωµάτης καριέρας, αλλά και ένας αστός σεβαστός, που θα έλεγε και ο συγχωρεµένος ο Κηλαηδόνης. Την ίδια περίοδο βρήκε την ευκαιρία να εξασκήσει και το ταλέντο του στη λογοτεχνία, γράφοντας µερικά έργα, άλλα µε το όνοµα του και άλλα µε ψευδώνυµο. Για να καταλάβετε τώρα µε τι ασχολούντο οι λογοτέχνες της εποχής, το πιο γνωστό έργο του Μαρµπουά-γραµµένο φυσικά µε ψευδώνυµο -είναι οι "Επιστολές της Μαντάµ Ποµπαντούρ", της ξακουστής ερωµένης του βασιλιά Λουδοβίκου 15ου, που ο Μαρµπουά τις έβγαλε από το κεφάλι του, µιµούµενος το στιλ της Ποµπαντούρ και µάλιστα µε µεγάλη επιτυχία όπως έλεγαν οι σύγχρονοι του. Ο γάµος της αδερφής Όταν µπήκε ο Φρανσουά στο διπλωµατικό σώµα ένα βάρος έφυγε από τους ώµους τού γερο-Μπαρµπέ. Με τον µεγάλο γιο είχε καθαρίσει, ήταν καιρός να δει τι θα γίνει µε τη µεγάλη του κόρη, που µεγάλωνε κι όµως έµενε ανύπαντρη. Έπρεπε λοιπόν να την παντρέψει, αλλά ακόµα κι αν λεφτά υπήρχαν γαµπροί κατάλληλοι δεν υπήρχαν στο Μετς ή κι αν υπήρχαν, λίγο απρόθυµοι φαινόντουσαν, µια και η νύφη µπορεί να είχε το κάτιτις της αλλά...Κοντή, ένα και πενήντα κάτι και από εµφάνιση: «ε, δεν µπορείς να την πεις και όµορφη...» όπως δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα ένας τζέντλεµαν περιηγητής που την είχε δει παλιά στο Μετς, όταν ήταν ανύπαντρη και άσηµη και όχι µετά που έγινε παντρεµένη και διάσηµη. Και ενώ τότε ο κάθε καθώς πρέπει φώναζε ένα ζωγράφο να του κάνει το πορτρέτο του για να µείνει η φάτσα του στην αιωνιότητα, αφού φωτογραφίες δεν υπήρχαν, πορτρέτο της αδερφής του Φρανσουά δεν φτιάχτηκε ποτέ, για να πούµε και εµείς τη γνώµη µας για τα αισθητικά κριτήρια του περιηγητή. Πάντως η απουσία του πορτρέτου λογικά µας βάζει σε σκέψεις... Αφού δεν εύρισκε κατάλληλο γαµπρό από το Μετς, ο γέρο- Μπαρµπέ σκέφτηκε το λοχαγό. Και πέτυχε διάνα. Εκείνη την εποχή είχε φτάσει και στρατοπεδεύσει στο Μετς µια µονάδα ιππικού. Επικεφαλής της ήταν ένας λοχαγός από την Αλσατία και στο πρόσωπο του ο γερό- Μπαρµπέ εντόπισε τον µελλοντικό γαµπρό του. Στρατιωτικός-φυσικά δεν θα έφτανε ψηλά στην ιεραρχία, το πολύ µέχρι συνταγµατάρχης, αφού δεν ήταν ευγενής- αλλά ο µισθός σίγουρος και µια αξιοπρεπής κοινωνική θέση για την κόρη του εξασφαλισµένη. Βέβαια θα στοίχιζε κάτι παραπάνω-οι στρατιωτικοί ήταν ακριβοί γαµπροί- αλλά λεφτά υπήρχαν, άσε που θα βοηθούσε κι ο πεθερός του. Ετσι ο γέρο- Μπαρµπέ έπιασε το λοχαγό, αυτός είχε κάτι οικονοµικές δυσκολίες - µέτρησε κι αυτό και τελικά, µετά από διαπραγµατεύσεις, τα συµφώνησαν. Στο κοινό ταµείο (δεν είχαν ακριβώς προίκα, αλλά έφτιαχναν ένα κοινό ταµείο -ας το πούµε έτσι- στο οποίο συνεισέφεραν οι γονείς και των δυο µελλονύµφων) θα έβαζε 24000 φράγκα -ένα πολύ καλό ποσό για έναν έστω και αστικό επαρχιακό γάµο- η οικογένεια της νύφης και 4000 η οικογένεια του γαµπρού. Ο γερό Μπαρµπέ κατέβαλε 3000 µετρητά και συµπλήρωσε το ποσό µε γραµµάτια αξίας 8000 φράγκων που είχε πάρει από έναν έµπορο του γειτονικού Νανσύ που του είχε πουλήσει κάτι πιπέρια και που ο νανσιώτης δεν του τα πλήρωνε, καθώς και κάποια άλλα ποσά που δεν δόθηκαν ποτέ. Οσο για το λοχαγό, αυτός αγόρασε στη νύφη κάτι µπιζού και υποσχέθηκε ότι θα βάλει τις 4000 όταν του τις δώσει ο Βασιλιάς που του τις χρωστούσε! Ο γάµος έγινε µε πάσα επισηµότητα και καλεσµένους όλη την αφρόκρεµα του Μετς. Ο Φρανσουά δεν µπόρεσε να πάει γιατί είχε δουλειές στην πρεσβεία. Δεν πήγαν ούτε οι γονείς του γαµπρού γιατί ήταν γέροι και το Στρασβούργο που έµεναν ήταν µακριά. Οι απουσίες αυτές δεν σκίασαν την επιτυχία του γάµου που αποτέλεσε το κοινωνικό γεγονός του Μετς εκείνη τη χρονιά. Άλλο ένα βάρος έφυγε από το γέρο- Μπαρµπέ. Είχε αποκαταστήσει τη κόρη, που θα µπορούσε να συνεχίσει άνετα τη µικροαστική ζωή της µε το σίγουρο µισθό του άντρα της και την ασφάλεια της προίκας της ( ή καλύτερα µε την κληρονοµιά που θα της άφηνε. Και πράγµατι της άφησε.) Που να φανταστεί ο ταλαίπωρος πως η κόρη του θα πεθάνει φτωχή. Πόσο µάλλον φτωχή, αλλά δούκισσα... Δούκισσα όπως και η εγγονή του. Η κόρη του Φρανσουά. Επιστροφή στο Μετς Από τότε που µπήκε στο Διπλωµατικό σώµα όλα πήγαιναν καλά για τον Μπαρµπέ- Μαρµπουά, όµως ολα τα καλά έχουν ένα τέλος. Έτσι το 1778 συνέβησαν δύο κακά µαζί: o Λα Λουτσέρν 3 αρρώστησε και γύρισε στη Γαλλία, αφήνοντας τον νεαρό επιτετραµµένο (τριαντατριών χρονών ήταν τότε ο Φρανσουά) να παίρνει τις αποφάσεις µόνος του και συγχρόνως πέθανε από ευλογιά ο Εκλέκτορας της Βαυαρίας και µάλιστα χωρίς να αφήσει διάδοχο. Οι Αυστριακοί- τι κι αν ήταν στην ίδια αυτοκρατορία µε τη Βαυαρία- σκεφτήκαν απλά: «Τώρα που πέθανε ο αρχηγός τους και µέχρι να βρούνε άλλον, να µη µείνουν ακυβέρνητοι οι άνθρωποι. Θα αναλάβουµε εµείς, που έχουµε το know-how και µετά παίρνουµε και το καλό κοµµάτι της Βαυαρίας για τον κόπο µας και αφήνουµε στον καινούργιο τα βουνά ». Τους Γάλλους δεν τους πολυένοιαζε το θέµα, ένοιαζε όµως τους Πρώσους που ήταν παραδοσιακοί φίλοι τους και δεν είχαν µείνει καθόλου ευχαριστηµένοι από τις εξελίξεις. Ο Μπαρµπέ ζήτησε οδηγίες από το Παρίσι. Μάταια. Ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός κάνανε την πάπια, αφού ήθελαν να υποστηρίξουν την Πρωσία, αλλά χωρίς να ανοίξουν µέτωπο µε την Αυστρία, γιατί είχαν µπλέξει µε τους Άγγλους για το θέµα της Αµερικής και φοβόντουσαν διµέτωπο πόλεµο. Έτσι άφησαν τον Φρανσουά να καθαρίσει µόνος του. Και καθάρισε θαυµάσια. Συνεννοήθηκε µε τους Πρώσους, βρήκαν έναν όγδοο ξάδερφο του θανόντα, τον ονόµασαν νόµιµο διάδοχο του και τον βοήθησαν να πάρει ταχύτατα τη θέση του εκλιπόντος και να σταµατήσει την προσάρτηση. Ο Γάλλος βασιλιάς έµεινε πολύ ευχαριστηµένος, όχι όµως και η πανίσχυρη Μαρία-Θηρεσία της Αυστρίας, που ζήτησε από τους Γάλλους την κεφαλήν επί πίνακι “αυτού του ασήµαντου µικρού υπηρέτη” όπως αποκάλεσε τον Μπαρµπέ-Μαρµπουά. Και την πήρε. Αυτό ήταν το ευχαριστώ του βασιλιά στον Φρανσουά. Απογοητευµένος από τις εξελίξεις, ο Φρανσουά µας παράτησε το διπλωµατικό σώµα, αγόρασε µια θέση περιφερειακού συµβούλου στο Μετς (τότε τις αγοράζανε τις θέσεις επίσηµα, όχι όπως τώρα που τα λεφτά πέφτουν µαύρα), πήρε και ένα σπιτάκι στον κάµπο και εγκαταστάθηκε στην πατρίδα του. Νόµισε ότι είχε τελειώσει µε το δηµόσιο βίο για πάντα. Που να ήξερε ότι δεν είχε καν αρχίσει και ότι θα έµενε εκεί άλλο µισό αιώνα... συνεχίζεται... Πρωτότυπο ιστορικό διήγημα του Σταύρου Λάβδα για την ιστοσελίδα της «Δράσης»

ΣΧΕΤΙΚΑ: Ακροβάτες στο χαρτί
ΣΧΟΛΙΑ
  1. Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
    18 Αυγούστου 2018, 22:30

    1η βαθιά ανάσα!

Πείτε μας τη γνώμη σας
Τα σχόλια δημοσιεύονται άμεσα και είναι αποκλειστική ευθύνη του συντάκτη του σχολίου. Οι διαχειριστές της παρούσας ιστοσελίδας διατηρούν το δικαίωμα διαγραφής των σχολίων εκείνων που έχουν διαφημιστικούς σκοπούς, κρίνονται ως ρατσιστικά ή προσβάλλουν πρόσωπα.
Τοιχο-διωκτικά

Έρχονται όλα κάποτε μαζεμένα. Πού να πας τότε; Πού να κρυφτείς; Τι την έκανες την ανεπανάληπτη ζωή σου;

Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα , Κέδρος 1960
Ημερολόγιο Δράσεων και Εκδηλώσεων

Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες Δράσεις για τις επόμενες ημέρες...

Newsletter