Δημοτικό Συμβούλιο
του Μπάμπη Δαμουλιάνου - Ευαγγελάτου
Υπομονετικά, αγόγγυστα, λιτοδίαιτα, μας κουβαλούσαν στη ράχη τους σε ανηφόρες, κατηφόρες, σε δρόμους κακοτράχαλους, στενά μονοπάτια, εκεί που δεν πήγαινε η ρόδα, την οποία και δεν διαθέταμε άλλωστε. Κουβαλούσαν τους ξωμάχους, τα εργαλεία τους, τη σοδειά τους, τα ξύλα για τη φωτιά. Καμιά φορά ζεύονταν και σε ένα ελαφρύ του Ησιόδου αλέτρι για ένα αβαθή όργωμα, στην έλλειψη δυνατότερων ζώων όπως άλογα ή βόδια, σε φτωχά και απόμερα χωράφια. Γράφω για τα συμπαθή γαϊδουράκια που έζησα στο χωριό μου μικρός, κάποια δύσκολα για τους περισσότερους μας χρόνια. Αρκετά αργότερα αγροτικός γιατρός στα Αμπελάκια του Έβρου τα συνάντησα -όσα απέμεναν- να φυτοζωούν ελεύθερα και ρέμπελα στους αγροτικούς δρόμους, τα θερισμένα χωράφια, στων χειμάρρων τις όχθες. Ήταν το 1968. Άτυχη στον χρόνο η γενιά τους. Ήταν η εποχή που μια δική μας γενιά κάπου μια δεκαριά χρόνια νωρίτερα από την ανέχεια και την ανεργία διωγμένη «στις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές», γύριζε σταδιακά με μηχανήματα για τους αγρούς τους. Μόλις σταματούσαν του Φθινόπωρου τα πρωτοβρόχια και το χώμα γινόταν μαλακό, ο θόρυβος των τρακτέρ μας ξύπναγε νωρίς. Όργωμα, σβάρνισμα, σπορά και οι μήνες που ακολουθούσαν στο καφενείο για ούζο και χαρτί μέχρι ν’ αρθεί η Άνοιξη ή και το καλοκαίρι με κουβέντες επιπόλαιες, κουτσομπολίστικες, περί ανέμων και υδάτων, πολιτικά ανώδυνες, κάτω από το βαρύ πάπλωμα της Χούντας. Μονοκαλλιέργεια σταριού! Αμπελάκια, του χωριού το όνομα μα αμπελόφυλλο δεν είδα πουθενά. Τα χωράφια αρκετά. Πολλά όσα άφησαν πίσω τους όσοι κρύφτηκαν στις πόλεις με τον εμφύλιο και όσοι πήραν τον δρόμο για τις χώρες του «υπαρκτού». Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα όταν μια μέρα του Χειμώνα με έντονη χιονόπτωση από την προηγούμενη και όλη τη νύχτα, πήρα τον δρόμο για να κάνω ιατρείο σε ένα χωριό που ήταν η σειρά του στην εβδομάδα, το έλεγαν Ποιμενικό και τύχαινε να είναι το κοντινότερο κάπου 2 χιλιόμετρα προς Νότο. Χιονοσκέπαστο το τοπίο, ο δρόμος εξαφανισμένος, τον αγνοούσα και βάδιζα ευθεία προς το διάσελο αμέσως πίσω από το οποίο ήταν ο προορισμός μου. Στο διάβα μου για το γραφείο της κοινότητας όπου θα δεχόμουν τους ασθενείς βρισκόταν και το καφενείο του χωριού. Εκεί και αναλώσιμα καθημερινής χρήσης, είδη καπνιστού, χαρτικά,πρόχειρο φαγητό με κονσέρβες κ.ά. Στο δέντρο έξω μοστράριζε κρεμασμένο από τσιγκέλι ένα μεγάλο σφάγιο. Δεν τούδωσα σημασία. Στον γυρισμό έκανα μια στάση και ρώτησα σχετικά. Μου απάντησαν πως ήταν γαϊδουράκι! Στην έκπληξη μου η εξήγηση ήταν ότι ήταν παραγγελία από τον Δεσπότη και τον σπουδαγμένο στην Ιταλία κτηνίατρο στο Διδυμότειχο, μαζί με την υπόσχεση ότι θα έρθουν να γευματίσουν μ’ αυτό. Αποφάσισα να τους περιμένω για να παρακολουθήσω τη συνέχεια. Η ώρα περνούσε, ανυπομονούσα και παρότρυνα να τους πάρουν τηλέφωνο. Δικαιολογήθηκαν με αναβολή του ραντεβού, επειδή ο δρόμος είχε κλείσει από τη χιονόπτωση σε μεγάλο μήκος και ο στρατός αρνήθηκε να τον ανοίξει για μια τέτοια πολυτέλεια. Είπα του καφετζή να κόψει ένα καλό κομμάτι και να το βάλει στο τηγάνι. Είναι ένας τρόπος παρασκευής που συνηθίζεται στον Έβρο. Διέκρινα μία κάποια διστακτικότητα. Επανέλαβα την παραγγελία και τότε προχώρησε στην εκτέλεση της με έναν τρόπο αποστροφής. Με τεντωμένο το ένα χέρι κρατούσε το τηγάνι στη φωτιά και το πρόσωπό είχε στρίψει στην αντίθετη κατεύθυνση. Γυρίζει και μου λέει: «Γιατρέ, μ’ αυτό που μου κάνεις το τηγάνι θα το πετάξω»! Είδα κι έπαθα να τον πείσω ότι καθαρότερο σφάγιο απ’ αυτό το χορτοφάγο και ελεύθερης βοσκής, είναι αδύνατο να υπάρξει. Έφαγα με όρεξη αναλογιζόμενος στον καιρό της ιταλογερμανικής κατοχής τους σκαντζόχοιρους στιφάδο όταν το κρέας σπάνιζε, τα όπλα σε βαθιά παρανομία και τα κυνήγια που κουβαλούσε ο πατέρας μου ανάμνηση παλιά... Βέβαια συγκριτική γευσιγνωσία με τηγανισμένο κρέας δεν είναι και ότι το καλύτερο αλλά για την περίσταση σε τέτοιες συνθήκες, το γεύμα δεν ήταν άσχημο. Και το επίμετρο: Οι νέοι που βρίσκονταν στο καφενείο με τον αέρα του εξωτερικού (εργάτες στη Γερμανία), κουβαλητές πάντα του καινούργιου, δεν θέλησαν να μείνουν πίσω. Ύστερα από την κόντρα μου με τον καφετζή παρήγγειλαν 2η, 3η και 4η μερίδα. Η ώρα προχωρημένη, η μέρα χειμωνιάτικη, κοντή, έξω κρύο και καταχνιά. Έπρεπε να γυρίσω στη βάση μου και ν’ ανάψω τη σόμπα. Τους αποχαιρέτησα. Δεν ενδιαφέρθηκα και δεν έμαθα τη συνέχεια. Δεν ξανάφαγα στον Έβρο ούτε αλλού μέχρι σήμερα γαϊδουράκι. Την μεγάλη συνέχεια όχι για κει αλλά για όλη την Ελλάδα την έμαθα αργότερα. Οι Ιταλοί ήρθαν και έκαναν εκτεταμένο κούρσεμα των ιπποειδών σε όλη τη χώρα. Περιορισμένη τώρα η εκτροφή και η χρήση τους σε δύσβατα μέρη, για λόγους τουριστικούς, θεραπευτικούς, υγιεινούς (πανάκριβο το γαϊδουρόγαλα) και σε νοσταλγούς μιας ζωής που έφυγε για πάντα! Για πάντα; Aς μην είμαστε και τόσο βέβαιοι. Ο Αϊνστάιν κάποτε μίλησε για την πιθανότητα με ένα ατύχημα, να ξαναγυρίσουμε σε έναν κόσμο με τόξα και βέλη!... Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος, Βριλήσσια.
ΣΧΟΛΙΑ