Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Ήταν τότε, λίγο μετά το μεγάλο λοιμό, που πενθούσε το στερνοπούλι της και σώπαιναν ως κι οι Άγιοι μπρος τη συφορά της. Τι να ειπούν άλλωστε σε μια ψυχή που δεν είχε αναπαμό, που 'χε λησμονήσει το φως της ημέρας και το σκοτάδι βασίλευε τα μέσα της σε μια πνιγερή νεκρή ζήση. Κι εμείς καλά καλά δε ξέραμε το πως να φερθούμε. Τριγυρίζαμε μέσα στο σπίτι σα ξωτικά, και τη λέξη μάνα δε τη προφέραμε ποτές, μην τύχει και σκορπίσει τα σαλεμένα λογικά της. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, μια βολόδερνε στα βουνά και τις λαγκάδες, μια στα μνήματα δοσμένη σε παραλογισμούς με τις ώρες. Ούτε οι χωριανοί της μιλούσαν πια. Σκιάζονταν την αυστηρή ματιά της και τα πέτρινα χείλη της. Μόνο καμιά φορά - καθώς λένε - ακούγονταν μέσα απ' το κοιμητήρι βαθύς συρμός σα κλάμα ζώου, που τους σήκωνε την τρίχα και παραπατούσαν απ' το φόβο τους. Παραμονές της Λαμπρής - χαρά θεού, Άνοιξη ο κόσμος - ήρθε και τηνε βρήκε στο σπίτι μας ο παπαλάμπρος σ' ένα μεσοδιάλειμμα του. Χρόνια πολλά, καλή Ανάσταση κυρά Μερσίνη. Να με συμπαθάς για την ενόχληση, μα θα 'θελα να σου πω ένα λόγο. Εκείνη, στάθηκε ανέκφραστη μπροστά του, κι έτσι αμίλητη δίχως να του πει να περάσει, ανέμενε το λόγο του. Ξέρεις... - σχώρα με θε μου - μα πάει καιρός που... Έχεις κι άλλα παιδιά κυρά Μερσίνη, που σε ζητούν κι έχουν την ανάγκη σου. Δε νομίζεις πια, πως πρέπει να κάνεις κουράγιο και να τα νοιαστείς; Πέρασαν κάμποσα λεπτά παγωμένης σιωπής, μέχρι που άνοιξε το στόμα της. Τράβα στους Άγιους σου παπά, τράβα να τους πεις πως για να ζήσεις πρέπει πρώτα να πεθάνεις. ΠΙΝΑΚΑΣ: Θεόδωρος Ράλλης, Μεγάλη Παρασκευή. 1885. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Ασύμμετρα πολύς ο πόνος για λίγη γνώση και χαρά! Σαν άδικο μου μοιάζει...