Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Αγωνιούσαν λέγω, Αγωνιούσαν; Ρωτώ... Τις πταίει; Ποιος πόθος, ποιος νόθος καημός βαλαντώνει τα δύσμοιρα κανιά που παραπατούν στο χείλος της ανάγκης; Ρευστή, καυτή απόλαυση ζητούσαν τα κορμιά, μέσα σε κόλπους ελαφρών κυμάτων - καθώς ελαφρές υπήρξαν και οι βουλές μας. Αδημονούσαν λέγω, Αδημονούσαν ρωτώ; Τον καιρό των σχημάτων, που ρίγη εφώλιαζαν κάτω από ίσκιους πλατύφυλλων συκεών, κάτω από ίσκιους λέγω, σεμνότυφων συλλήψεων. Δεν θυμούμαι πότε, ποιος έβαλε την πρώτη σφραγίδα... Άνθρωπος, Ω, ναι, Άνθρωπος ήτο η πρώτη λέξη. Και κάπου εκεί αρχινάει, ξεγλιστρώντας αυτή η ερυθρόμορφη la historia de un amor... - Πότε τους είδες για τελευταία φορά; - ... Δεν θυμάμαι - Πότε; Λέγε! - Ήταν ωραία - Πότε ήταν; - Τότε, στα ψηλά... - Μίλα! - Ας μπορούσα να σωπάσω - Πόσοι ήταν; - Ήταν ωραία... - Ώρες, ώρες μου 'ρχεται - Έρχεται ωραία - Ποιος; - Η ώρα... - Ποιος! Ποιανού; - Του θανάτου - Δεν θα γλιτώσεις έτσι - Εύκολα; - Δεν θα γλιτώσεις, Μίλα! - Δεν σταμάτησα ποτέ - Πότε ήρθαν; - Τους κουβαλούσα πάντα μαζί μου - Τι σου έλεγαν; - Ότι έβγαινε απ' το στόμα μου - Τι τους είπες; - Ότι φώλιαζε στην καρδιά μου - Ήρθαν κι άλλοι; - ...Κι άλλοι, κι άλλοι, σταματημό δεν έχουν - Πόσοι ήταν; - Ήταν ωραία - Ποιοι ήταν; Λέγε! - Οι Άνθρωποι. ΠΊΝΑΚΑΣ: Ουμβέρτος Αργυρός, Η λουόμενη. ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ