Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Σαν ανδρώθηκε γιόμισε τρίχες κι άρχισε να μουγκρίζει, ένα βάσανο τον τύλιξε πατόκορφα. Τι να την κάμει την ζωή του να 'ναι μπορετή, έτσι τραχιά που του δόθηκε ξεσκίζοντας τα σωθικά του. Την έκοψε στα δύο, έπειτα στα τέσσερα να δαμάσει το θεριό που τον δονούσε σύγκορμο, ξεχαρβαλώνοντας τα μέλη του, μ' αναπαμό δεν έβλεπε. Ρίχτηκε με τα μούτρα στο χωράφι. Ανατολή με δύση πάλευε τη γη να μαρτυρήσει. Τα ζώα παλαβωμένα, τον κοίταζαν ξέψυχα, σκασμένα από τη λύσσα. Αργά, σαν νύχτωνε, έμπαινε στο σπίτι αμίλητος ξεφυσώντας βαριά. Έτρωγε πίνοντας σαν το χτήνος και χύμαγε στη γυναίκα του που έτρεμε ανήμπορη, διώχνοντας τα παιδιά της που έκλαιγαν τρομαγμένα. Τράβηξε καιρό το μαρτύριο. Η γιατρειά ήρθε απρόσμενα, κεραυνός μέσα στα στήθια του, την ώρα που άφριζε λυσσασμένος σκίζοντας τη γη. Έπεσε μπρούμυτα στο χώμα - χτυπημένος από θεό - και σύρθηκε από τα ζώα ολόγυρα, ποδοπατώντας, οργώνοντας κάθε πτυχή του κορμιού του. ΠΙΝΑΚΑΣ: Vincent Van Gogh, Σπορέας στη Δύση του Ήλιου. 1888. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Ζωή στα τέσσερα χωρίς ανάσα και η ζωή σταμάτησε χωρίς να του το πει!