Συμβαίνουν στην πόλη μας
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
Φορούσε ένα άρωμα φθηνό, κακόγουστο, απωθητικό σαν εντομοκτόνο. Του λέγαν: " Μην την πάρεις, γιατί 'ναι λίγο αφηρημένη, λαφριά. Κάμε τη τσάρκα σου, κάμε τη δουλειά σου, κι άσε την να πάει στο καλό. Άλλο γειτονιό κι άλλο προξενιό. " Σιγά και μην τους άκουγε ο Νικολός, που ' χε όχι μόνο δαγκώσει, παρά καταπιεί για τα καλά τη λαμαρίνα αμάσητη. Ούτ" άκουγε, ουτ' έβλεπε, μα ούτε κι οσφραίνονταν άλλο, πέρα απ' το χαβά της κεφαλής του. Και τηνε πήρε, έτσι, γυμνή που λένε, και τηνε ζαλώθηκε και την έβαλε κάτω από κεραμίδι. Έτσι γίνηκε Κερία το Κατινιώ, με κάππα κεφαλαίο που λένε, και καμάρωνε και βογγούσε κάτω απ'το στεφάνι της, και δώστου κι αλειβόταν λογιώ λογιώ αρώματα και κρέμες, για να στέκεται στο ύψος που της έμελλε ν' ανέβει. Πέρασε δε πέρασε κάνας χρόνος απ'το γλέντι, κι αφού γκαστρώθηκε για τα καλά και τουμπάνιασε, πήρε να πατά παραπάνω τους κάλους του Νικολού, κι ως λένε ο καλός καλό δεν βλέπει, παρά μόνο κάλους, κάλους και τρίκαλους. Έδωσε μια κι αυτός, και τα πέταξε τα παλιοπάπουτσα ν' ανασάνουν τα ποδάρια του, πήρε και τα μούτρα του και τα 'ριξε παραδίπλα. Κι απόμεινε το Κατινιώ, αφηρημένο, μ' αρώματα και μ' αλοιφές να μελώνει το χρόνο. ΠΊΝΑΚΑΣ: Ουμβέρτος Αργυρός, Κοντά στο παράθυρο. 1926. ΧΡΉΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΎΣΙΟΣ
ΣΧΟΛΙΑ