Δημοτικό Συμβούλιο
του Χρήστου Ι. Βατούσιου
"Ήθελα να ' μουν δάκρυ σου, να ζω μες τη ματιά σου" νιαούριζε κάθε βραδιά όξω απ' το παραθύρι της, ο σκύλος ο μαύρος, ο τρισκατάρατος, και λέγε λέγε το ξελόγιασε το μωρό και το χάλασε. Τονε κρεμάσαν δυο φορές. Μια με το σκοινί και μια με τις κατάρες. Κι εκεινής οι γονιοί, τηνε στείλαν μακριά, να πα να βρει την τύχη της. Αλλά η κατάρα απόμεινε κι αλυχτούσε στο χωριό, και κανένας δε κόταγε πια να σταθεί στα παραθύρια, μη τύχει κι ανοίξουν κι έμπει μέσα το κακό. Περνούσε ο καιρός κι απόμεναν κι οι κοπελιές να σκιάζονται τη νύχτα, μη λάχει και κανένας σερσέμης παραλοΐσει απ' τον καημό του και πιάσει να τον λαλεί απ' όξω απ' το κρεβάτι τους. Έτσι λοιπόν τραβούσαν την έρμη τη ζήση τους, μέχρι που μια βραδιά, ο Γιώργης ο σιδεράς, ο πλουμιστός, καμένος απ' τη φωτιά κι από το νάζι της Φρόσως, είδε κι απόειδε, και μια και δυο μεθυσμένος από έρωτα κι από κρασί, πήγε και στάθηκε απ' όξω απ' το παραθύρι της. Θα 'τανε καμιά ώρα που το μελετούσε μα δεν έκανε να πάρει απόφαση. Μια τον έκαιγε ο πόθος, δυο του δάγκανε τα σώψυχα ο φόβος. Πάγαινε κι ερχόταν σαστισμένος κι έτρεχε ο ίδρωτας κόμπους κόμπους και μούλιαζε τα στήθια του. Στα στερνά, λίγο πριν τη φέξη, τ' αποφάσισε. Καθάρισε με βιάση το λαρύγγι του και πάνω π' άνοιγε τα χείλη του να βγάλει τον καημό του, είδε παράμερα το σκοινί της μπουγάδας, που μέσα στις σκιές της αυγής του φάνταξε πως στην άκρη του κρέμονταν θηλιά. Παλάβωσε απ' τον τρόμο του. Έπιασε να τρέχει σαν τρελός, κι ούτε που κανένας τον ξανάδε, ούτε που έμαθε τι απόγινε. Μόνο απομείναν τα παραθύρια σκοτεινά, και τα τραγούδια να τρών τα στήθια, μέσα τους αμπαρωμένα. ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: Konstantin Egorovich Makovsky (Russian, 1839-1915).
Μπάμπης Δαμουλιάνος Ευαγγελάτος
Κακούργα η κατάρα και πώς να τη δικάσεις!